Τι είναι το εξάρθρημα ώμου;
Η άρθρωση του ώμου είναι η πιο ευκίνητη άρθρωση του ανθρώπινου σώματος. Το συγκριτικό πλεονέκτημα του μεγάλου εύρους κίνησης της άρθρωσης, έχει ως συνέπεια την ευπάθεια της άρθρωσης σε εξάρθρημα, σε συχνότερο βαθμό συγκριτικά με άλλες αρθρώσεις του σώματος. Ως εξάρθρημα ώμου, χαρακτηρίζεται η έξοδος της κεφαλής του βραχιονίου από την αρθρική επιφάνεια της ωμογλήνης. Άμεση συνέπεια είναι συνήθως η ρήξη του επιχείλιου χόνδρου και των σταθεροποιητικών συνδέσμων. Ταυτόχρονα μπορεί να συμβεί και τραυματισμός του αρθρικού χόνδρου, των οστών ακόμα και των νεύρων της περιοχής.
Η σημαντικότερη και συχνότερη κάκωση, συνεπεία του εξαρθρήματος, είναι η ρήξη του επιχείλιου χόνδρου. Αυτός αποτελεί τον κύριο σταθεροποιητή της μεγάλης σε διάμετρο κεφαλής του βραχιονίου μέσα την μικρή κοιλότητα της ωμογλήνης.
Το τραυματικό εξάρθρημα ώμου μπορεί να είναι πρόσθιο, με κατεύθυνσης προς τα εμπρός και κάτω (96-98%). Ωστόσο, μπορεί σπανιότερα να είναι οπίσθιο, με κατεύθυνση πίσω και πάνω (2-4%).
Μηχανισμός κάκωσης
Ο μηχανισμός πρόκλησης του προσθίου εξαρθρήματος του ώμου είναι συνήθως η πτώση με το άνω άκρο σε έκταση, απαγωγή και έξω στροφή.
Το οπίσθιο εξάρθρημα είναι συνήθως απόρροια μεγάλης βίας σε περίπτωση τροχαίων ατυχημάτων, πτώσεων από ποδήλατο ή επιληπτικών κρίσεων.
Σημαντικό είναι να διευκρινιστεί ότι εκτός από το τραυματικής αιτιολογίας εξάρθρημα, υπάρχει και το εξάρθρημα που προκαλείται εξαιτίας χαλαρότητας (laxity) της άρθρωσης. Σε γενικές γραμμές δεν απαιτεί ιδιαίτερο μηχανισμό βίας για να προκληθεί . Το εξάρθρημα αυτής της μορφής αποτελεί μια ξεχωριστή παθολογική οντότητα η οποία χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης από το κλασικό τραυματικό εξάρθρημα.
Πώς μοιάζει το εξάρθρημα ώμου;
Η κλινική εικόνα του εξαρθρήματος του ώμου χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο, αδυναμία κίνησης του πάσχοντος άνω άκρου, το οποίο βρίσκεται σε θέση μικρής απαγωγής και συγκρατείται από το φυσιολογικό άνω άκρο. Παρατηρείται απώλεια της φυσιολογικής «στρογγυλότητας» του ώμου, ενώ το ακρώμιο προβάλει δίκην «επωμίδας». (Εικ. 1)
Πως γίνεται η διάγνωση εξαρθρήματος ώμου;
Η διάγνωση του τραυματικού εξαρθρήματος του ώμου επιτυγχάνεται με την κλινική εξέταση και τον ακτινολογικό έλεγχο. Συχνά βέβαια, η κλινική εξέταση είναι ιδιαίτερα επώδυνη γι αυτό και επί υποψίας εξαρθρήματος συνιστάται άμεσος ακτινολογικός έλεγχος. (Εικ. 2)
Ο ακτινολογικός έλεγχος που απαιτείται είναι απλή ακτινογραφία ώμου σε δύο επίπεδα (προσθιοπίσθια και διαμασχαλιαία)
Σε λίγες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστούν ειδικές ακτινογραφικές προβολές (διαθωρακική ή προβολή τύπου Velpeau) ή ακόμη σπανιότερα αξονική τομογραφία.
Η μαγνητική τομογραφία (MRI) διενεργείται συνήθως σε μεταγενέστερο χρόνο με σκοπό την εκτίμηση του βαθμού κάκωσης του επιχείλιου χόνδρου, των οστών, των συνδέσμων και των τενόντων της περιοχής. Χρησιμεύει αποφασιστικά στην επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού πλάνου.
Άμεση ανάταξη μετά από εξάρθρημα ώμου
Στην οξεία φάση μετά από ένα τραυματικό εξάρθρημα του ώμου αυτό που έχει άμεση προτεραιότητα είναι η επιτυχής ανάταξη αυτού, έτσι ώστε ο πάσχων να ανακουφιστεί άμεσα από τον πόνο. Παράλληλα, αποφεύγονται περαιτέρω κακώσεις του αρθρικού χόνδρου, των τενόντων και ενδεχομένως αγγείων και νεύρων της περιοχής.
Προ της ανάταξης χορηγούνται παυσίπονα και μυοχαλαρωτικά φάρμακα, ενώ συχνά υπάρχει η ανάγκη για βραχείας διάρκειας νάρκωσης, με σκοπό την επίτευξη της μέγιστης δυνατής αναλγησίας ώστε να αναταχθεί άμεσα το εξάρθρημα δίχως περαιτέρω επιπλοκές.
Ποιοι οι μέθοδοι ανάταξης από εξάρθρημα ώμου;
Έχουν περιγραφεί αρκετές μέθοδοι κλειστής ανάταξης του εξαρθρήματος, με υψηλά ποσοστά επιτυχίας για κάθε μία από αυτές. Οι συχνότερα χρησιμοποιούμενες μέθοδοι είναι του Ιπποκράτη, η μέθοδος του Kocher, η μέθοδος του Milch και η μέθοδος του Stimson.
Μετά τη επιτυχή ανάταξη του εξαρθρήματος, ακολουθεί νέος ακτινολογικός έλεγχος, με ακτινογραφία ώμου σε δύο επίπεδα.
Σε δεύτερο χρόνο συστήνεται μαγνητική τομογραφία του ώμου με σκοπό την ακριβή συνεκτίμηση των κακώσεων που προκλήθηκαν από το εξάρθρημα, όπως είναι μεταξύ άλλων, η ρήξη του επιχείλιου χόνδρου (βλάβη Bankart), το εμπιεστικό κάταγμα της κεφαλής του βραχιονίου (βλάβη Hill-Sachs) και η ρήξη των τενόντων του στροφικού πετάλου του ώμου.
Ποια η διαδικασία θεραπείας για το εξάρθρημα ώμου;
Η θεραπεία, χειρουργική ή μη χειρουργική, του πρώτου τραυματικού εξαρθρήματος του ώμου καθορίζεται από την ηλικία του ασθενούς, το επίπεδο δραστηριότητάς του και τις συνοδές κακώσεις.
Το ποσοστό υποτροπής ενός τραυματικού εξαρθρήματος σε νέους μέχρι 25 ετών ανέρχεται σχεδόν στο 90-95%.Η ομάδα αυτή των ασθενών χρήζει συνηθέστερα χειρουργικής αποκατάστασης των κακώσεων που έχουν προκληθεί από το εξάρθρημα, με σκοπό την αποφυγή της υποτροπής.
Μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς με μέτριο ή χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας, αντιμετωπίζονται αρχικώς συντηρητικά με ταυτόχρονη ενδυνάμωση των μυών του στροφικού πετάλου και των σταθεροποιητών της ωμοπλάτης.
Μη χειρουργική θεραπεία
Μετά την επιτυχή ανάταξη ακολουθεί η ακινητοποίηση του άνω άκρου με μια κλασική ανάρτηση. Η ακριβής μέθοδος ακινητοποίησης του άνω άκρου έχει ενδελεχώς μελετηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία. Θέμα συζήτησης αποτελεί η γωνία ακινητοποίησης η οποία προσφέρει τη μεγαλύτερη ασφάλεια για την αποφυγή υποτροπής.
Προτιμούμε την κλασική ακινητοποίηση του άνω άκρου σε έσω στροφή. Έτσι είναι πιο άνετη για τον ασθενή η στάση και παρέχει τα ίδια αποτελέσματα όσον αφορά στην υποτροπή του εξαρθρήματος σε σχέση με την ακινητοποίηση σε έξω στροφή. (Εικ. 3)
Η διάρκεια της ακινητοποίησης ανέρχεται στις δύο εβδομάδες, ενώ στο ίδιο διάστημα ξεκινά πρόγραμμα φυσικοθεραπείας και ενδυνάμωσης του ώμου υπό την επίβλεψη έμπειρου φυσικοθεραπευτή.
Χειρουργική θεραπεία
Η χειρουργική θεραπεία του τραυματικού εξαρθρήματος του ώμου διενεργείται αρθροσκοπικά με σκοπό την καθήλωση του ραγέντος επιχείλιου χόνδρου με οστικές άγκυρες. (Εικ. 4)
Σπανιότερα, σε περίπτωση εξαιρετικά σύνθετων βλαβών ή υποτροπιαζόντων εξαρθρημάτων απαιτείται η αντιμετώπιση με ανοικτές επεμβατικές τεχνικές.
Σύνοψη
Η άμεση, χωρίς επιπλοκές, ανάταξη του τραυματικού εξαρθρήματος του ώμου αποτελεί την ύψιστη προτεραιότητα στην οξεία φάση.
Η επιλογή της βέλτιστης οριστικής αντιμετώπισης του πρώτου τραυματικού εξαρθρήματος του ώμου είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, διότι καθορίζει τη μεταγενέστερη κατάσταση της άρθρωσης και το μελλοντικό επίπεδο δραστηριότητας του ασθενούς, γι αυτό και πρέπει να οργανώνεται από εξειδικευμένους χειρουργούς ώμου.