Αρθροπλαστική γόνατος: Σύγκριση παραδοσιακής και ρομποτικής μεθόδου
Το Διατροχαντήριο κάταγμα είναι ένας συγκεκριμένος τύπος κατάγματος ισχίου. Διατροχαντήριο σημαίνει «ανάμεσα στους τροχαντήρες, οι οποίοι είναι οστικές προεξοχές στο μηριαίο οστό. Είναι τα σημεία όπου συνδέονται οι μύες του μηρού και του ισχίου.
Υπάρχουν δύο ειδών τροχαντήρες: ο μείζονας και ο ελάσσονας τροχαντήρας. Το κάταγμα παρουσιάζεται μεταξύ αυτών.
Τα διατροχαντήρια κατάγματα είναι αρκετά συνήθη. Περίπου το 50 τοις εκατό όλων των καταγμάτων ισχίου που προκαλούνται από προβλήματα όπως η πτώση είναι διατροχαντήρια.
Τα πιο κοινά συμπτώματα των διατροχαντήριων καταγμάτων ισχίου περιλαμβάνουν:
Το Διατροχαντήριο κάταγμα μηριαίου προκαλείται συνήθως από πτώση. Είτε αφορά μια επιπόλαιη πτώση στο σπίτι είτε εκτός κατά την διάρκεια ασταθούς βάδισης. Οι ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας είναι πιθανότερο να εκδηλώσουν τέτοιου τύπου κατάγματα. Σε νεότερους ασθενείς μπορεί να προκληθεί ύστερα από κάποιο αυτοκινητιστικό ή άλλου είδους σοβαρό ατύχημα.
Οι παράγοντες κινδύνου για διατροχαντήρια κατάγματα περιλαμβάνουν:
Ο γιατρός σας θα ρωτήσει για το ιατρικό σας ιστορικό και θα πρέπει να κάνει άμεσα μια εξέταση. Η ολοκληρωμένη διάγνωση απαιτεί ακτινογραφία για την επιβεβαίωση του είδους του κατάγματος και έλεγχο της ανατομικής περιοχής ώστε να οριστεί η κατάλληλη θεραπεία. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εάν το κάταγμα είναι ρωγμώδες, απαιτείται συμπληρωματικά αξονική ή μαγνητική τομογραφία για τη διάγνωση.
Η συντηρητική αντιμετώπιση εφαρμόστηκε παλαιότερα σε περιπτώσεις που η γενική κατάσταση του ασθενούς δεν επέτρεπε μια χειρουργική επέμβαση. Την τελευταία εικοσαετία στη διεθνή βιβλιογραφία δεν συστήνεται η συντηρητική αντιμετώπιση των καταγμάτων ισχίου.
Σήμερα, η σύγχρονη Ορθοπαιδική αποφεύγει εντελώς την συντηρητική αντιμετώπιση των καταγμάτων αυτών. Σε μελέτες της σύγχρονης βιβλιογραφίας σε ασθενείς με κάταγμα του ισχίου διαπιστώθηκε 30% θνητότητα σε 1 χρόνο στις περιπτώσεις συντηρητικής αντιμετώπισης (κλινοστατισμός) για μη παρεκτοπισμένα κατάγματα. Για τα παρεκτοπισμένα κατάγματα, το ποσοστό θνητότητας αφορούσε το 90% των περιστατικών.
Η χειρουργική αντιμετώπιση λοιπόν αποτελεί σχεδόν μονόδρομο και οδηγεί σε άμεση κινητοποίηση του ασθενούς.
Ο χρόνος ανάρρωσης μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία σας και άλλα ιατρικά προβλήματα.
Στόχος του χειρουργείου είναι η σταθεροποίηση του κατάγµατος, ώστε να ακολουθήσει άμεση κινητοποίηση του ασθενούς. Την πρώτη μετεγχειρητική ημέρα, ο ασθενής κάθεται στο κρεβάτι ή σε πολυθρόνα και, εφόσον το επιτρέπει η γενική του κατάσταση, µπορεί να βαδίσει µε περιπατητήρα «Π» ή πατερίτσες και µερική φόρτιση του άκρου.
Όταν σταθεροποιηθεί η γενική κατάσταση του ασθενούς, εξέρχεται από το νοσοκομείο µε οδηγίες για αντιπηκτική αγωγή, ελαστικές κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης και παυσίπονα επί πόνου.
Σε περίπτωση ημιολικής αρθροπλαστικής, ο ασθενής βαδίζει µε τη βοήθεια του «Π» ή µε πατερίτσες στηρίζοντας το χειρουργημένο πόδι στον βαθμό που η βάδιση γίνεται ανεκτή χωρίς πόνο και η πλήρης φόρτιση του άκρου μπορεί να επιτευχθεί σε συντομότερο χρονικό διάστημα.
Όταν η αντιμετώπιση του κατάγµατος γίνει µε ολική αρθροπλαστική, ο ασθενής βαδίζει µε µε τη βοήθεια του «Π» ή µε πατερίτσες για 3-6 εβδομάδες.
Εν κατακλείδι, τα κατάγματα ισχίου ήταν, είναι και θα είναι ένα μείζον ορθοπαιδικό πρόβλημα, με τεράστιες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις. Η σύγχρονη Ορθοπαιδική Χειρουργική και οι τεχνικές που εφαρμόζονται έχει αναστρέψει σε ικανοποιητικό βαθμό τη δραματική πορεία των προηγουμένων δεκαετιών. Το ζητούμενο πάντα ήταν και θα είναι να γίνονται όλες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να μην επιβαρύνεται η καθημερινότητα και να μην χειροτερεύει και να μην διακινδυνεύει η ποιότητα ζωής του ασθενούς.
Ο ιατρός σας είναι ο πλέον αρμόδιος για να συζητήσετε τις επεμβατικές τεχνικές αλλά και τον τρόπο και τους χρόνους αποκατάστασης.